γερεύω

γερεύω
[γερός]
1. βρίσκομαι στην ανάρρωση
2. γίνομαι πιο γερός, δυναμώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γερεύω — γέρεψα, δυναμώνω ύστερα από αρρώστια: Παρά τη σοβαρότητα της αρρώστιας του γέρεψε εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”